μπαμπεσίωση

μπαμπεσίωση
η
ιατρ. άλλος, μη εν χρήσει σήμερα, τύπος τού όρου βαβεσίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. babesiose < babesia, από το επώνυμο τού V. Babeş, Ρουμάνου μικροβιολόγου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πιροπλάσμωση — η, Ν 1. ιατρ. νόσος οφειλόμενη σε πρωτόζωο τού γένους babesia, παράσιτο τών ερυθρών αιμοσφαιρίων που μεταδίδεται από νυγμό ακάρεως 2. (κτην.) ομάδα ζωονόσων τών κατοικίδιων ζώων που προκαλούνται από είδη τού πρωτοζώου βαβεσία ή πιρόπλασμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”